τελειόμηνος

τελειόμηνος
-ον, Α
βλ. τελεόμηνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • τελεόμηνος — και τελειόμηνος, ον, Α 1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.) 2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες τής κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + μηνoς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”